σιχασιά

σιχασιά
η
1.αηδία: Ένιωσε σιχασιά όταν τον είδε να τρώει βάτραχο.
2. σιχαμερό πράγμα: Πώς τις τρως αυτές τις σιχασιές;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μαγάρισμα — το (Μ μαγάρισμα) [μαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαγαρίζω, ρύπανση, μόλυνση νεοελλ. στον πληθ. τα μαγαρίσματα οφθαλμική νόσος τών ζώων μσν. βρομιά, βδέλυγμα, σιχασιά …   Dictionary of Greek

  • σικχασιά — ἡ, Α βλ. σιχασιά …   Dictionary of Greek

  • σικχασμός — ὁ, Α [σικχάζομαι] σιχαμάρα, σιχασιά …   Dictionary of Greek

  • σιχαμός — και συχαμός, ο, Ν 1. σιχαμάρα, σιχασιά, αηδία, αποστροφή 2. σιχαμερό πράγμα ή άτομο, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μός (πρβλ. πεθα μός)] …   Dictionary of Greek

  • συχασιά — η, Ν βλ. σιχασιά …   Dictionary of Greek

  • σιχαίνομαι — σιχαίνομαι, σιχάθηκα, σιχαμένος βλ. πίν. 45 Σημειώσεις: σιχαίνομαι : η μτχ. σιχαμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που προκαλεί σιχασιά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αηδία — η σιχασιά, αποστροφή: Ακόμη και το αντίκρισμά του του γεννούσε αηδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιχαμάρα — η αηδία, σιχασιά: Τέτοια σιχαμάρα πρώτη φορά ένιωσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιχαμένος — η, ο αυτός που προκαλεί σιχασιά: Δεν μπορεί να ακούει αυτόν το σιχαμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”